Definify.com
Definition 2024
κινώ
κινώ
Greek
Alternative forms
- κινάω (kináo) (mistaken form)
Verb
κινώ • (kinó) (simple past κίνησα, passive form κινούμαι)
Conjugation
κινώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κινώ | κινούσα | θα κινώ | να κινώ | |
2s | κινείς | κινούσες | θα κινείς | να κινείς | — |
3s | κινεί | κινούσε | θα κινεί | να κινεί | |
1p | κινούμε | κινούσαμε | θα κινούμε | να κινούμε | |
2p | κινείτε | κινούσατε | θα κινείτε | να κινείτε | κινείτε |
3p | κινούν, κινούνε | κινούσαν, κινούσανε | θα κινούν, θα κινούνε | να κινούν, να κινούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κινήσω | κίνησα | θα κινήσω | να κινήσω | |
2s | κινήσεις | κίνησες | θα κινήσεις | να κινήσεις | κίνησε |
3s | κινήσει | κίνησε | θα κινήσει | να κινήσει | |
1p | κινήσουμε, κινήσομε | κινήσαμε | θα κινήσουμε, θα κινήσομε | να κινήσουμε, να κινήσομε | |
2p | κινήσετε | κινήσατε | θα κινήσετε | να κινήσετε | κινήστε, κινήσετε |
3p | κινήσουν, κινήσουνε | κίνησαν, κινήσαν, κινήσανε | θα κινήσουν, θα κινήσουνε | να κινήσουν, να κινήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κινήσει | είχα κινήσει | θα έχω κινήσει | να έχω κινήσει | |
2s | έχεις κινήσει | είχες κινήσει | θα έχεις κινήσει | να έχεις κινήσει | |
3s | έχει κινήσει | είχε κινήσει | θα έχει κινήσει | να έχει κινήσει | |
1p | έχουμε κινήσει | είχαμε κινήσει | θα έχουμε κινήσει | να έχουμε κινήσει | |
2p | έχετε κινήσει | είχατε κινήσει | θα έχετε κινήσει | να έχετε κινήσει | |
3p | έχουν κινήσει | είχαν κινήσει | θα έχουν κινήσει | να έχουν κινήσει | |
Participle: | κινώντας | Non-finite ‡ | κινήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- κίνηση f (kínisi, “movement, activity”)
- κίνημα n (kínima, “movement, coup”)
- μετακίνηση f (metakínisi, “repositioning”)