Definify.com
Definition 2024
μετακίνηση
μετακίνηση
Greek
Noun
μετακίνηση • (metakínisi) f (plural μετακινήσεις)
Declension
declension of μετακίνηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετακίνηση | μετακινήσεις |
genitive | μετακίνησης / μετακινήσεως | μετακινήσεων |
accusative | μετακίνηση | μετακινήσεις |
vocative | μετακίνηση | μετακινήσεις |
Related terms
- see: κινώ (kinó, “to move”)