Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κίνηση
κίνηση
Greek
Noun
κίνηση
•
(
kínisi
)
f
(
plural
κινήσεις
)
(
physics
)
movement
(physical motion)
movement
traffic
blink
(of eye)
flow
activity
Declension
declension of
κίνηση
singular
plural
nominative
κίνηση
κινήσεις
genitive
κίνησης
/
κινήσεως
κινήσεων
accusative
κίνηση
κινήσεις
vocative
κίνηση
κινήσεις
Related terms
see:
κινώ
(
kinó
,
“
to move
”
)
Similar Results