Definify.com
Definition 2024
βραδινό
βραδινό
Greek
Noun
βραδινό • (vradinó) n (plural βραδινά) (short form of βραδινό φαγητό n (vradinó fagitó, “evening meal”))
Declension
declension of βραδινό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βραδινό | βραδινά |
genitive | βραδινού | βραδινών |
accusative | βραδινό | βραδινά |
vocative | βραδινό | βραδινά |
Synonyms
- (more formal dinner): δείπνο n (deípno)
Related terms
Adjective
βραδινό • (vradinó)