Definify.com
Definition 2024
δείπνο
δείπνο
Greek
Noun
δείπνο • (deípno) n (plural δείπνα)
Declension
declension of δείπνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δείπνο | δείπνα |
genitive | δείπνου | δείπνων |
accusative | δείπνο | δείπνα |
vocative | δείπνο | δείπνα |
Synonyms
- (evening meal): βραδινό n (vradinó)