Definify.com
Definition 2024
βραδινός
βραδινός
Greek
Adjective
βραδινός • (vradinós) m (feminine βραδινή, neuter βραδινό)
Declension
positive forms of βραδινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βραδινός | βραδινή | βραδινό | βραδινοί | βραδινές | βραδινά |
genitive | βραδινού | βραδινής | βραδινού | βραδινών | βραδινών | βραδινών |
accusative | βραδινό | βραδινή | βραδινό | βραδινούς | βραδινές | βραδινά |
vocative | βραδινέ | βραδινή | βραδινό | βραδινοί | βραδινές | βραδινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραδινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραδινός, etc.) |