Definify.com
Definition 2024
υπερχειλίζω
υπερχειλίζω
Greek
Verb
υπερχειλίζω • (ypercheilízo) (simple past υπερχείλισα)
Conjugation
υπερχειλίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπερχειλίζω | υπερχείλιζα | θα υπερχειλίζω | να υπερχειλίζω | |
2s | υπερχειλίζεις | υπερχείλιζες | θα υπερχειλίζεις | να υπερχειλίζεις | υπερχείλιζε |
3s | υπερχειλίζει | υπερχείλιζε | θα υπερχειλίζει | να υπερχειλίζει | |
1p | υπερχειλίζουμε, υπερχειλίζομε | υπερχειλίζαμε | θα υπερχειλίζουμε, υπερχειλίζομε | να υπερχειλίζουμε, υπερχειλίζομε | |
2p | υπερχειλίζετε | υπερχειλίζατε | θα υπερχειλίζετε | να υπερχειλίζετε | υπερχειλίζετε |
3p | υπερχειλίζουν, υπερχειλίζουνε | υπερχείλιζαν, υπερχειλίζαν, υπερχειλίζανε | θα υπερχειλίζουν, υπερχειλίζουνε | να υπερχειλίζουν, υπερχειλίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπερχειλίσω | υπερχείλισα | θα υπερχειλίσω | να υπερχειλίσω | |
2s | υπερχειλίσεις | υπερχείλισες | θα υπερχειλίσεις | να υπερχειλίσεις | υπερχείλισε |
3s | υπερχειλίσει | υπερχείλισε | θα υπερχειλίσει | να υπερχειλίσει | |
1p | υπερχειλίσουμε, υπερχειλίσομε | υπερχειλίσαμε | θα υπερχειλίσουμε, υπερχειλίσομε | να υπερχειλίσουμε, υπερχειλίσομε | |
2p | υπερχειλίσετε | υπερχειλίσατε | θα υπερχειλίσετε | να υπερχειλίσετε | υπερχειλίστε |
3p | υπερχειλίσουν, υπερχειλίσουνε | υπερχείλισαν, υπερχειλίσαν, υπερχειλίσανε | θα υπερχειλίσουν, υπερχειλίσουνε | να υπερχειλίσουν, υπερχειλίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπερχειλίσει | είχα υπερχειλίσει | θα έχω υπερχειλίσει | να έχω υπερχειλίσει | |
2s | έχεις υπερχειλίσει | είχες υπερχειλίσει | θα έχεις υπερχειλίσει | να έχεις υπερχειλίσει | |
3s | έχει υπερχειλίσει | είχε υπερχειλίσει | θα έχει υπερχειλίσει | να έχει υπερχειλίσει | |
1p | έχουμε υπερχειλίσει | είχαμε υπερχειλίσει | θα έχουμε υπερχειλίσει | να έχουμε υπερχειλίσει | |
2p | έχετε υπερχειλίσει | είχατε υπερχειλίσει | θα έχετε υπερχειλίσει | να έχετε υπερχειλίσει | |
3p | έχουν υπερχειλίσει | είχαν υπερχειλίσει | θα έχουν υπερχειλίσει | να έχουν υπερχειλίσει | |
Participle: | υπερχειλίζοντας | Non-finite ‡ | υπερχειλίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- υπερχείλιση f (ypercheílisi, “overflow”)
Synonyms
- ξεχειλίζω (xecheilízo, “overflow”)
- υπερφορτώνω (yperfortóno, “overflow, overload, surcharge”)