Definify.com
Definition 2024
υπερχείλιση
υπερχείλιση
Greek
Noun
υπερχείλιση • (ypercheílisi) f (plural υπερχειλίσεις)
Declension
declension of υπερχείλιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερχείλιση | υπερχειλίσεις |
genitive | υπερχείλισης / υπερχειλίσεως | υπερχειλίσεων |
accusative | υπερχείλιση | υπερχειλίσεις |
vocative | υπερχείλιση | υπερχειλίσεις |
Related terms
- υπερχειλίζω (ypercheilízo, “to overflow”)
Synonyms
- (material): υπερφόρτωση f (yperfórtosi)
- (material): ξεχείλισμα n (xecheílisma)