Definify.com
Definition 2024
ταυτότητα
ταυτότητα
Greek
Noun
ταυτότητα • (taftótita) f
- identity
- (colloquial) ID, identity card
- (mathematics) identity
Declension
declension of ταυτότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταυτότητα | ταυτότητες |
genitive | ταυτότητας | ταυτοτήτων |
accusative | ταυτότητα | ταυτότητες |
vocative | ταυτότητα | ταυτότητες |
Derived terms
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο n (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno, “unidentified flying object”)
- αστυνομική ταυτότητα f (astynomikí taftótita, “identity card”)
- δελτίο ταυτότητας n (deltío taftótitas, “identity card”)