Definify.com

Definition 2024


αστυνομική_ταυτότητα

αστυνομική ταυτότητα

Greek

Noun

αστυνομική ταυτότητα (astynomikí taftótita) f (plural αστυνομικές ταυτότητες)

  1. ID card, identity card, identity document

Declension

see: αστυνομικός (astynomikós) and ταυτότητα (taftótita)

Synonyms