Definify.com
Definition 2024
ταυτότητας
ταυτότητας
Greek
Noun
ταυτότητας • (taftótitas) f
- genitive singular of ταυτότητα (taftótita)
Derived terms
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο n (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno, “unidentified flying object”)