Definify.com
Definition 2024
στρατιωτικός
στρατιωτικός
Greek
Adjective
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)
- military (describing members of the armed forces)
Declension
positive forms of στρατιωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στρατιωτικός | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικοί | στρατιωτικές | στρατιωτικά |
genitive | στρατιωτικού | στρατιωτικής | στρατιωτικού | στρατιωτικών | στρατιωτικών | στρατιωτικών |
accusative | στρατιωτικό | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικούς | στρατιωτικές | στρατιωτικά |
vocative | στρατιωτικέ | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικοί | στρατιωτικές | στρατιωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.) |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
Noun
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (plural στρατιωτικοί)
- serviceman (especially an officer)
Declension
declension of στρατιωτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατιωτικός | στρατιωτικοί |
genitive | στρατιωτικού | στρατιωτικών |
accusative | στρατιωτικό | στρατιωτικούς |
vocative | στρατιωτικέ | στρατιωτικοί |
Synonyms
- εξυπηρετητής m (exypiretitís)
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)