Definify.com

Definition 2024


στρατιωτικούς

στρατιωτικούς

Greek

Adjective

στρατιωτικούς (stratiotikoús)

  1. Accusative masculine plural form of στρατιωτικός (stratiotikós).

Noun

στρατιωτικούς (stratiotikoús) m

  1. Accusative plural form of στρατιωτικός (stratiotikós).