Definify.com
Definition 2024
στεγαστικός
στεγαστικός
Greek
Adjective
στεγαστικός • (stegastikós) m (feminine στεγαστική, neuter στεγαστικό)
Declension
positive forms of στεγαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στεγαστικός | στεγαστική | στεγαστικό | στεγαστικοί | στεγαστικές | στεγαστικά |
genitive | στεγαστικού | στεγαστικής | στεγαστικού | στεγαστικών | στεγαστικών | στεγαστικών |
accusative | στεγαστικό | στεγαστική | στεγαστικό | στεγαστικούς | στεγαστικές | στεγαστικά |
vocative | στεγαστικέ | στεγαστική | στεγαστικό | στεγαστικοί | στεγαστικές | στεγαστικά |
Related terms
- στεγαστικό δάνειο n (stegastikó dáneio, “home loan”)