Definify.com
Definition 2024
στεγαστικό_δάνειο
στεγαστικό δάνειο
Greek
Noun
στεγαστικό δάνειο • (stegastikó dáneio) f (plural στεγαστικά δάνεια)
Declension
- see: στεγαστικός (stegastikós) and δάνειο (dáneio)
στεγαστικό δάνειο • (stegastikó dáneio) f (plural στεγαστικά δάνεια)