Definify.com
Definition 2024
κατασκοπεύω
κατασκοπεύω
Greek
Verb
κατασκοπεύω • (kataskopévo) (simple past κατασκόπευσα or κατασκόπεψα)
Conjugation
κατασκοπεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατασκοπεύω | κατασκόπευα | θα κατασκοπεύω | να κατασκοπεύω | |
2s | κατασκοπεύεις | κατασκόπευες | θα κατασκοπεύεις | να κατασκοπεύεις | κατασκόπευε |
3s | κατασκοπεύει | κατασκόπευε | θα κατασκοπεύει | να κατασκοπεύει | |
1p | κατασκοπεύουμε, κατασκοπεύομε | κατασκοπεύαμε | θα κατασκοπεύουμε, κατασκοπεύομε | να κατασκοπεύουμε, κατασκοπεύομε | |
2p | κατασκοπεύετε | κατασκοπεύατε | θα κατασκοπεύετε | να κατασκοπεύετε | κατασκοπεύετε |
3p | κατασκοπεύουν, κατασκοπεύουνε | κατασκόπευαν, κατασκοπεύαν, κατασκοπεύανε | θα κατασκοπεύουν, κατασκοπεύουνε | να κατασκοπεύουν, κατασκοπεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατασκοπεύσω | κατασκόπευσα | θα κατασκοπεύσω | να κατασκοπεύσω | |
2s | κατασκοπεύσεις | κατασκόπευσες | θα κατασκοπεύσεις | να κατασκοπεύσεις | κατασκόπευσε |
3s | κατασκοπεύσει | κατασκόπευσε | θα κατασκοπεύσει | να κατασκοπεύσει | |
1p | κατασκοπεύσουμε, κατασκοπεύσομε | κατασκοπεύσαμε | θα κατασκοπεύσουμε, κατασκοπεύσομε | να κατασκοπεύσουμε, κατασκοπεύσομε | |
2p | κατασκοπεύσετε | κατασκοπεύσατε | θα κατασκοπεύσετε | να κατασκοπεύσετε | κατασκοπεύστε, κατασκοπεύτε |
3p | κατασκοπεύσουν, κατασκοπεύσουνε | κατασκόπευσαν, κατασκοπεύσαν, κατασκοπεύσανε | θα κατασκοπεύσουν, κατασκοπεύσουνε | να κατασκοπεύσουν, κατασκοπεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κατασκοπεύσει | είχα κατασκοπεύσει | θα έχω κατασκοπεύσει | να έχω κατασκοπεύσει | |
2s | έχεις κατασκοπεύσει | είχες κατασκοπεύσει | θα έχεις κατασκοπεύσει | να έχεις κατασκοπεύσει | έχε κατασκοπευμένο |
3s | έχει κατασκοπεύσει | είχε κατασκοπεύσει | θα έχει κατασκοπεύσει | να έχει κατασκοπεύσει | |
1p | έχουμε κατασκοπεύσει | είχαμε κατασκοπεύσει | θα έχουμε κατασκοπεύσει | να έχουμε κατασκοπεύσει | |
2p | έχετε κατασκοπεύσει | είχατε κατασκοπεύσει | θα έχετε κατασκοπεύσει | να έχετε κατασκοπεύσει | έχετε κατασκοπευμένο |
3p | έχουν κατασκοπεύσει | είχαν κατασκοπεύσει | θα έχουν κατασκοπεύσει | να έχουν κατασκοπεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασκοπευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασκοπευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασκοπευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασκοπευμένο | ||||
Participle: | κατασκοπεύοντας | Non-finite ‡ | κατασκοπεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- κατάσκοπος m, f (katáskopos, “spy”)
- κατασκοπία f (kataskopía, “espionage”)