Definify.com
Definition 2024
κατάσκοπος
κατάσκοπος
Greek
Noun
κατάσκοπος • (katáskopos) m (plural κατάσκοποι)
Declension
declension of κατάσκοπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάσκοπος | κατάσκοποι |
genitive | κατασκόπου | κατασκόπων |
accusative | κατάσκοπο | κατασκόπους |
vocative | κατάσκοπε | κατάσκοποι |
Related terms
- κατασκοπεύω (kataskopévo, “to spy”)
- κατασκοπία f (kataskopía, “espionage”)
See also
- διακρίνω (diakríno, “to see, to espy”)