Definify.com
Definition 2024
καλλιγράφος
καλλιγράφος
Greek
Noun
καλλιγράφος • (kalligráfos) m, f (plural καλλιγράφοι)
- calligrapher
- a person with attractive handwriting
Declension
declension of καλλιγράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλλιγράφος | καλλιγράφοι |
genitive | καλλιγράφου | καλλιγράφων |
accusative | καλλιγράφο | καλλιγράφους |
vocative | καλλιγράφε | καλλιγράφοι |
Related terms
- καλλιγραφία f (kalligrafía, “calligraphy”)