Definify.com
Definition 2024
καλλιγραφία
καλλιγραφία
Greek
Noun
καλλιγραφία • (kalligrafía) f (plural καλλιγραφίες)
External links
- καλλιγραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Related terms
- καλλιγρáφος m, f (kalligráfos, “calligrapher”)
- καλλιγραφικός (kalligrafikós, “calligraphic”)