Definify.com

Definition 2024


καλλιγράφοι

καλλιγράφοι

Greek

Noun

καλλιγράφοι (kalligráfoi) c

  1. Nominative plural form of καλλιγράφος (kalligráfos).
  2. Vocative plural form of καλλιγράφος (kalligráfos).