Definify.com
Definition 2024
ιαπωνικός
ιαπωνικός
Greek
Alternative forms
- γιαπωνέζικος (giaponézikos)
Adjective
ιαπωνικός • (iaponikós) m (feminine ιαπωνική, neuter ιαπωνικό)
Declension
positive forms of ιαπωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιαπωνικός | ιαπωνική | ιαπωνικό | ιαπωνικοί | ιαπωνικές | ιαπωνικά |
genitive | ιαπωνικού | ιαπωνικής | ιαπωνικού | ιαπωνικών | ιαπωνικών | ιαπωνικών |
accusative | ιαπωνικό | ιαπωνική | ιαπωνικό | ιαπωνικούς | ιαπωνικές | ιαπωνικά |
vocative | ιαπωνικέ | ιαπωνική | ιαπωνικό | ιαπωνικοί | ιαπωνικές | ιαπωνικά |
Related terms
- see: Ιαπωνία f (Iaponía, “Japan”)