Definify.com

Definition 2024


γιαπωνέζικος

γιαπωνέζικος

Greek

Adjective

γιαπωνέζικος (giaponézikos) m (feminine γιαπωνέζικη, neuter γιαπωνέζικο)

  1. Alternative form of ιαπωνικός (iaponikós)

Declension

Related terms