Definify.com
Definition 2025
διαπλανητικός
διαπλανητικός
Greek
Adjective
διαπλανητικός • (diaplanitikós) m (feminine διαπλανητική, neuter διαπλανητικό)
Declension
positive forms of διαπλανητικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαπλανητικός | διαπλανητική | διαπλανητικό | διαπλανητικοί | διαπλανητικές | διαπλανητικά |
| genitive | διαπλανητικού | διαπλανητικής | διαπλανητικού | διαπλανητικών | διαπλανητικών | διαπλανητικών |
| accusative | διαπλανητικό | διαπλανητική | διαπλανητικό | διαπλανητικούς | διαπλανητικές | διαπλανητικά |
| vocative | διαπλανητικέ | διαπλανητική | διαπλανητικό | διαπλανητικοί | διαπλανητικές | διαπλανητικά |