Definify.com

Definition 2024


δακτυλικό

δακτυλικό

Greek

Adjective

δακτυλικό (daktylikó)

  1. Accusative masculine singular form of δακτυλικός (daktylikós).
  2. Nominative neuter singular form of δακτυλικός (daktylikós).
  3. Accusative neuter singular form of δακτυλικός (daktylikós).
  4. Vocative neuter singular form of δακτυλικός (daktylikós).

Related terms