Definify.com
Definition 2024
αποτύπωμα
αποτύπωμα
Greek
Noun
αποτύπωμα • (apotýpoma) n (plural αποτυπώματα)
- imprint, impression (left in soft material: footprint, spoor, etc)
- print, imprint
- δακτυλικό αποτύπωμα ― daktylikó apotýpoma ― fingerprint
Declension
declension of αποτύπωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτύπωμα | αποτυπώματα |
genitive | αποτυπώματος | αποτυπωμάτων |
accusative | αποτύπωμα | αποτυπώματα |
vocative | αποτύπωμα | αποτυπώματα |
Related terms
- αποτύπωση f (apotýposi, “impression”)
- αποτυπώνω (apotypóno, “to impress”)
Synonyms
- (footprint): πατημασιά f (patimasiá)