Definify.com
Definition 2024
γνωστός
γνωστός
Greek
Adjective
γνωστός • (gnostós) m (feminine γνωστή, neuter γνωστό)
Declension
positive forms of γνωστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γνωστός | γνωστή | γνωστό | γνωστοί | γνωστές | γνωστά |
genitive | γνωστού | γνωστής | γνωστού | γνωστών | γνωστών | γνωστών |
accusative | γνωστό | γνωστή | γνωστό | γνωστούς | γνωστές | γνωστά |
vocative | γνωστέ | γνωστή | γνωστό | γνωστοί | γνωστές | γνωστά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γνωστός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γνωστός, etc.) |
Related terms
- see: γνωρίζω (gnorízo, “to know”)
Synonyms
- γνωστός (gnostós)
Antonyms
- άγνωστος (ágnostos)
Noun
γνωστός • (gnostós) m (plural γνωστοί)
- acquaintance, a person whom one knows; a familiar
Declension
declension of γνωστός
Antonyms
- άγνωστος (ágnostos)