Definify.com
Definition 2024
γνωστούς
γνωστούς
Greek
Adjective
γνωστούς • (gnostoús)
- Accusative masculine plural form of γνωστός (gnostós).
Noun
γνωστούς • (gnostoús) m
- Accusative plural form of γνωστός (gnostós).
γνωστούς • (gnostoús)
γνωστούς • (gnostoús) m