Definify.com

Definition 2024


αστική_οδική_αρτηρία

αστική οδική αρτηρία

Greek

Noun

αστική οδική αρτηρία (astikí odikí artiría) f (plural αστικές οδικές αρτηρίες)

  1. avenue
  2. urban main road

Declension

see: αστική (astikí), οδική (odikí) and αρτηρία (artiría)