Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αστική_οδική_αρτηρία
αστική οδική αρτηρία
Greek
Noun
αστική
οδική
αρτηρία
•
(
astikí odikí artiría
)
f
(
plural
αστικές οδικές αρτηρίες
)
avenue
urban
main road
Declension
see:
αστική
(
astikí
)
,
οδική
(
odikí
)
and
αρτηρία
(
artiría
)
Similar Results