Definify.com
Definition 2024
αστικός
αστικός
Greek
Adjective
αστικός • (astikós) m (feminine αστική, neuter αστικό)
Declension
positive forms of αστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστικός | αστική | αστικό | αστικοί | αστικές | αστικά |
genitive | αστικού | αστικής | αστικού | αστικών | αστικών | αστικών |
accusative | αστικό | αστική | αστικό | αστικούς | αστικές | αστικά |
vocative | αστικέ | αστική | αστικό | αστικοί | αστικές | αστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστικός, etc.) |
Related terms
- αστική τάξη f (astikí táxi, “middle class”)