Definify.com
Definition 2024
αιωρόπτερο
αιωρόπτερο
Greek
Noun
αιωρόπτερο • (aioróptero) n (plural αιωρόπτερα)
- hang glider (the aircraft)
Declension
declension of αιωρόπτερο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιωρόπτερο | αιωρόπτερα |
genitive | αιωροπτέρου | αιωροπτέρων |
accusative | αιωρόπτερο | αιωρόπτερα |
vocative | αιωρόπτερο | αιωρόπτερα |
Related terms
- αιωροπτεριστής m (aioropteristís, “person who hang glides”)
- αιωροπτερίστρια f (aioropterístria, “person who hang glides”)
- αιωροπτερισμός m (aioropterismós, “hang gliding”)
External links
- Αιωροπτερισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el