Definify.com
Definition 2024
αιωρόπτερα
αιωρόπτερα
Greek
Noun
αιωρόπτερα • (aioróptera) n
- nominative plural of αιωρόπτερο (aioróptero)
- accusative plural of αιωρόπτερο (aioróptero)
- vocative plural of αιωρόπτερο (aioróptero)
αιωρόπτερα • (aioróptera) n