Definify.com

Definition 2024


αιωροπτερίστρια

αιωροπτερίστρια

Greek

Noun

αιωροπτερίστρια (aioropterístria) f (plural αιωροπτερίστριες, masculine αιωροπτεριστής)

  1. hang glider (the pilot)

Declension

Related terms

see: αιωρόπτερο n (aioróptero, hang glider)

External links