Definify.com
Definition 2024
αιμοφιλικός
αιμοφιλικός
Greek
Adjective
αιμοφιλικός • (aimofilikós) m (feminine αιμοφιλική, neuter αιμοφιλικό)
- (medicine) haemophiliac (UK), hemophiliac (US)
Declension
positive forms of αιμοφιλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιμοφιλικός | αιμοφιλική | αιμοφιλικό | αιμοφιλικοί | αιμοφιλικές | αιμοφιλικά |
genitive | αιμοφιλικού | αιμοφιλικής | αιμοφιλικού | αιμοφιλικών | αιμοφιλικών | αιμοφιλικών |
accusative | αιμοφιλικό | αιμοφιλική | αιμοφιλικό | αιμοφιλικούς | αιμοφιλικές | αιμοφιλικά |
vocative | αιμοφιλικέ | αιμοφιλική | αιμοφιλικό | αιμοφιλικοί | αιμοφιλικές | αιμοφιλικά |
Noun
αιμοφιλικός • (aimofilikós) m (plural αιμοφιλικοί, feminine αιμοφιλική)
- (medicine) haemophiliac (UK), hemophiliac (US)
Declension
declension of αιμοφιλικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμοφιλικός | αιμοφιλικοί |
genitive | αιμοφιλικού | αιμοφιλικών |
accusative | αιμοφιλικό | αιμοφιλικούς |
vocative | αιμοφιλικέ | αιμοφιλικοί |
Related terms
- see: αιμοφιλία f (aimofilía, “haemophilia”)
External links
- αιμοφιλικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el