Definify.com
Definition 2024
αιμοφιλικέ
αιμοφιλικέ
Greek
Adjective
αιμοφιλικέ • (aimofiliké)
- Vocative masculine singular form of αιμοφιλικός (aimofilikós).
Noun
αιμοφιλικέ • (aimofiliké) m
- Vocative singular form of αιμοφιλικός (aimofilikós).