Definify.com
Definition 2024
αεριούχος
αεριούχος
Greek
Adjective
αεριούχος • (aerioúchos) m (feminine αεριούχος, neuter αεριούχο)
Declension
positive forms of αεριούχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεριούχος | αεριούχος | αεριούχο | αεριούχοι | αεριούχοι | αεριούχα |
genitive | αεριούχου | αεριούχου | αεριούχου | αεριούχων | αεριούχων | αεριούχων |
accusative | αεριούχο | αεριούχο | αεριούχο | αεριούχους | αεριούχους | αεριούχα |
vocative | αεριούχε | αεριούχε | αεριούχο | αεριούχοι | αεριούχοι | αεριούχα |
Synonyms
- ανθρακικός (anthrakikós, “carbonated”)
Related terms
- see: αερο- (aero-)