Definify.com

Definition 2024


ανθρακικός

ανθρακικός

Greek

Adjective

ανθρακικός (anthrakikós) m (feminine ανθρακική, neuter ανθρακικό)

  1. (chemistry) carbonic
    ανθρακικό οξύ (carbonic acid)
  2. carbonate
    ανθρακικό νάτριο (sodium carbonate)

Declension

See also