Definify.com
Definition 2024
αεικίνητος
αεικίνητος
Greek
Adjective
αεικίνητος • (aeikínitos) m (feminine αεικίνητη, neuter αεικίνητο)
Declension
positive forms of αεικίνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεικίνητος | αεικίνητη | αεικίνητο | αεικίνητοι | αεικίνητες | αεικίνητα |
genitive | αεικίνητου | αεικίνητης | αεικίνητου | αεικίνητων | αεικίνητων | αεικίνητων |
accusative | αεικίνητο | αεικίνητη | αεικίνητο | αεικίνητους | αεικίνητες | αεικίνητα |
vocative | αεικίνητε | αεικίνητη | αεικίνητο | αεικίνητοι | αεικίνητες | αεικίνητα |
Related terms
- αεικίνητο n (aeikínito, “perpetual motion”)