Definify.com

Definition 2024


αεικίνητου

αεικίνητου

Greek

Adjective

αεικίνητου (aeikínitou)

  1. Genitive masculine singular form of αεικίνητος (aeikínitos).
  2. Genitive neuter singular form of αεικίνητος (aeikínitos).

Noun

αεικίνητου (aeikínitou) n

  1. Genitive singular form of αεικίνητο (aeikínito).