Definify.com
Definition 2024
αγράμματος
αγράμματος
See also: ἀγράμματος
Greek
Adjective
αγράμματος • (agrámmatos) m (feminine αγράμματη, neuter αγράμματο)
Declension
positive forms of αγράμματος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγράμματος | αγράμματη | αγράμματο | αγράμματοι | αγράμματες | αγράμματα |
genitive | αγράμματου | αγράμματης | αγράμματου | αγράμματων | αγράμματων | αγράμματων |
accusative | αγράμματο | αγράμματη | αγράμματο | αγράμματους | αγράμματες | αγράμματα |
vocative | αγράμματε | αγράμματη | αγράμματο | αγράμματοι | αγράμματες | αγράμματα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγράμματος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγράμματος, etc.) |
Synonyms
- (illiterate): αναλφάβητος f (analfávitos)
Related terms
- αγραμματοσύνη f (agrammatosýni, “illiteracy”)
See also
- άγραφος (ágrafos, “unwritten”)