Definify.com
Definition 2024
αγραμματοσύνη
αγραμματοσύνη
Greek
Noun
αγραμματοσύνη • (agrammatosýni) f (plural αγραμματοσύνες)
Declension
declension of αγραμματοσύνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγραμματοσύνη | αγραμματοσύνες |
genitive | αγραμματοσύνης | — |
accusative | αγραμματοσύνη | αγραμματοσύνες |
vocative | αγραμματοσύνη | αγραμματοσύνες |
Related terms
- αγράμματος (agrámmatos, “illiterate”)