Definify.com
Definition 2024
αγιοποιώ
αγιοποιώ
Greek
Verb
αγιοποιώ • (agiopoió) (simple past αγιοποίησα, passive form αγιοποιούμαι)
Conjugation
αγιοποιώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγιοποιώ | αγιοποιούσα | θα αγιοποιώ | να αγιοποιώ | |
2s | αγιοποιείς | αγιοποιούσες | θα αγιοποιείς | να αγιοποιείς | — |
3s | αγιοποιεί | αγιοποιούσε | θα αγιοποιεί | να αγιοποιεί | |
1p | αγιοποιούμε | αγιοποιούσαμε | θα αγιοποιούμε | να αγιοποιούμε | |
2p | αγιοποιείτε | αγιοποιούσατε | θα αγιοποιείτε | να αγιοποιείτε | αγιοποιείτε |
3p | αγιοποιούν, αγιοποιούνε | αγιοποιούσαν, αγιοποιούσανε | θα αγιοποιούν, θα αγιοποιούνε | να αγιοποιούν, να αγιοποιούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγιοποιήσω | αγιοποίησα | θα αγιοποιήσω | να αγιοποιήσω | |
2s | αγιοποιήσεις | αγιοποίησες | θα αγιοποιήσεις | να αγιοποιήσεις | αγιοποίησε |
3s | αγιοποιήσει | αγιοποίησε | θα αγιοποιήσει | να αγιοποιήσει | |
1p | αγιοποιήσουμε, αγιοποιήσομε | αγιοποιήσαμε | θα αγιοποιήσουμε, θα αγιοποιήσομε | να αγιοποιήσουμε, να αγιοποιήσομε | |
2p | αγιοποιήσετε | αγιοποιήσατε | θα αγιοποιήσετε | να αγιοποιήσετε | αγιοποιήστε, αγιοποιήσετε |
3p | αγιοποιήσουν, αγιοποιήσουνε | αγιοποίησαν, αγιοποιήσαν, αγιοποιήσανε | θα αγιοποιήσουν, θα αγιοποιήσουνε | να αγιοποιήσουν, να αγιοποιήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγιοποιήσει | είχα αγιοποιήσει | θα έχω αγιοποιήσει | να έχω αγιοποιήσει | |
2s | έχεις αγιοποιήσει | είχες αγιοποιήσει | θα έχεις αγιοποιήσει | να έχεις αγιοποιήσει | |
3s | έχει αγιοποιήσει | είχε αγιοποιήσει | θα έχει αγιοποιήσει | να έχει αγιοποιήσει | |
1p | έχουμε αγιοποιήσει | είχαμε αγιοποιήσει | θα έχουμε αγιοποιήσει | να έχουμε αγιοποιήσει | |
2p | έχετε αγιοποιήσει | είχατε αγιοποιήσει | θα έχετε αγιοποιήσει | να έχετε αγιοποιήσει | |
3p | έχουν αγιοποιήσει | είχαν αγιοποιήσει | θα έχουν αγιοποιήσει | να έχουν αγιοποιήσει | |
Participle: | αγιοποιώντας | Non-finite ‡ | αγιοποιήσει | -, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (canonise): αγιάζω (agiázo)
Related terms
- αγιοποίηση f (agiopoíisi, “canonisation”)
- αγιοποιημένος (agiopoiiménos, “canonised”)
- αγία f (agía, “saint”)
- άγιος m (ágios, “saint”)
- άγιος (ágios, “holy, saintly”)