Definify.com
Definition 2024
αγιοποίηση
αγιοποίηση
Greek
Noun
αγιοποίηση • (agiopoíisi) f (plural αγιοποιήσεις)
- (religion): canonisation (UK), canonization (US)
Declension
declension of αγιοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
genitive | αγιοποίησης / αγιοποιήσεως | αγιοποιήσεων |
accusative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
vocative | αγιοποίηση | αγιοποιήσεις |
Related terms
- see: αγιοποιώ (agiopoió, “to canonise”)