Definify.com
Definition 2024
Ανάσταση
Ανάσταση
See also: ανάσταση
Greek
Proper noun
Ανάσταση • (Anástasi) f
Declension
Declension of Ανάσταση (Anástasi)
singular | |
---|---|
nominative | Ανάσταση |
genitive | Ανάστασης / Αναστάσεως |
accusative | Ανάσταση |
vocative | Ανάσταση |
Related terms
External links
- Ανάσταση του Χριστού on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ανάσταση
ανάσταση
See also: Ανάσταση
Greek
Noun
ανάσταση • (anástasi) f (plural αναστάσεις)
Declension
declension of ανάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάσταση | αναστάσεις |
genitive | ανάστασης / αναστάσεως | αναστάσεων |
accusative | ανάσταση | αναστάσεις |
vocative | ανάσταση | αναστάσεις |
Related terms
External links
- ανάσταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el