Definify.com
Definition 2024
ανασταίνω
ανασταίνω
Greek
Verb
ανασταίνω • (anastaíno) (simple past ανάστησα, passive form ανασταίνομαι)
- revive, revitalise, bring back to life
Conjugation
ανασταίνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανασταίνω | ανάσταινα | θα ανασταίνω | να ανασταίνω | |
2s | ανασταίνεις | ανάσταινες | θα ανασταίνεις | να ανασταίνεις | ανάσταινε |
3s | ανασταίνει | ανάσταινε | θα ανασταίνει | να ανασταίνει | |
1p | ανασταίνουμε, ανασταίνομε | ανασταίναμε | θα ανασταίνουμε, ανασταίνομε | να ανασταίνουμε, ανασταίνομε | |
2p | ανασταίνετε | ανασταίνατε | θα ανασταίνετε | να ανασταίνετε | ανασταίνετε |
3p | ανασταίνουν, ανασταίνουνε | ανάσταιναν, ανασταίναν, ανασταίνανε | θα ανασταίνουν, ανασταίνουνε | να ανασταίνουν, ανασταίνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναστήσω | ανάστησα | θα αναστήσω | να αναστήσω | |
2s | αναστήσεις | ανάστησες | θα αναστήσεις | να αναστήσεις | ανάστησε |
3s | αναστήσει | ανάστησε | θα αναστήσει | να αναστήσει | |
1p | αναστήσουμε, αναστήσομε | αναστήσαμε | θα αναστήσουμε, αναστήσομε | να αναστήσουμε, αναστήσομε | |
2p | αναστήσετε | αναστήσατε | θα αναστήσετε | να αναστήσετε | αναστήστε |
3p | αναστήσουν, αναστήσουνε | ανάστησαν, αναστήσαν, αναστήσανε | θα αναστήσουν, αναστήσουνε | να αναστήσουν, αναστήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναστήσει | είχα αναστήσει | θα έχω αναστήσει | να έχω αναστήσει | |
2s | έχεις αναστήσει | είχες αναστήσει | θα έχεις αναστήσει | να έχεις αναστήσει | έχε αναστημένο |
3s | έχει αναστήσει | είχε αναστήσει | θα έχει αναστήσει | να έχει αναστήσει | |
1p | έχουμε αναστήσει | είχαμε αναστήσει | θα έχουμε αναστήσει | να έχουμε αναστήσει | |
2p | έχετε αναστήσει | είχατε αναστήσει | θα έχετε αναστήσει | να έχετε αναστήσει | έχετε αναστημένο |
3p | έχουν αναστήσει | είχαν αναστήσει | θα έχουν αναστήσει | να έχουν αναστήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναστημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναστημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναστημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναστημένο | ||||
Participle: | ανασταίνοντας | Non-finite ‡ | αναστήσει | 50, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ανάσταση f (anástasi, “resurrection”)