Definify.com

Definition 2024


ἅπτω

ἅπτω

Ancient Greek

Verb

ἅπτω (háptō)

  1. I kindle, set on fire, fasten fire to
  2. I fasten to, bind fast
  3. I join to
  4. (middle voice) I fasten myself to, cling to, hang on by, lay hold of, grasp, touch
  5. (middle voice) I reach the mark
  6. (middle voice) I engage in, take part in
  7. (middle voice) I set upon, attack, assail
  8. (middle voice) I touch, affect
  9. (middle voice) I grasp with the senses, apprehend, perceive
  10. (middle voice) I come up to, reach, gain

Inflection

Derived terms

  • ἀνάπτω (anáptō)
  • ἀνθάπτομαι (antháptomai)
  • ἀφάπτω (apháptō)
  • ἁψίκορος (hapsíkoros)
  • ἁψικάρδιος (hapsikárdios)
  • ἁψικορία (hapsikoría)
  • ἁψίμαχος (hapsímakhos)
  • ἁψιμισία (hapsimisía)
  • ἐνάπτω (enáptō)
  • ἐξάπτω (exáptō)
  • ἐφάπτω (epháptō)
  • καθάπτομαι (katháptomai)
  • μεθάπτομαι (metháptomai)
  • παράπτομαι (paráptomai)
  • περιάπτω (periáptō)
  • προάπτω (proáptō)
  • προσάπτω (prosáptō)
  • συνάπτω (sunáptō)
  • ὑφάπτω (hupháptō)

Derived terms

  • ἄαπτος (áaptos)
  • ἅμμα (hámma)
  • ἁπτέον (haptéon)
  • ἁπτικός (haptikós)
  • ἁπτός (haptós)
  • ἁπτώδιον (haptṓdion)
  • ἁφή (haphḗ)
  • ἅψις (hápsis)
  • ἁψίς (hapsís)
  • ἅψος (hápsos)

References