Definify.com

Definition 2024


φονταμενταλιστικός

φονταμενταλιστικός

Greek

Adjective

φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós) m (feminine φονταμενταλιστική, neuter φονταμενταλιστικό)

  1. fundamentalist

Declension

Related terms