Definify.com
Definition 2024
φαλλικός
φαλλικός
Greek
Adjective
φαλλικός • (fallikós) m
Declension
positive forms of φαλλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φαλλικός | φαλλική | φαλλικό | φαλλικοί | φαλλικές | φαλλικά |
genitive | φαλλικού | φαλλικής | φαλλικού | φαλλικών | φαλλικών | φαλλικών |
accusative | φαλλικό | φαλλική | φαλλικό | φαλλικούς | φαλλικές | φαλλικά |
vocative | φαλλικέ | φαλλική | φαλλικό | φαλλικοί | φαλλικές | φαλλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαλλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαλλικός, etc.) |