Definify.com
Definition 2024
υστεροβουλίες
υστεροβουλίες
Greek
Noun
υστεροβουλίες • (ysterovoulíes) f
- Nominative plural form of υστεροβουλία (ysterovoulía).
- Accusative plural form of υστεροβουλία (ysterovoulía).
- Vocative plural form of υστεροβουλία (ysterovoulía).