Definify.com
Definition 2024
υστεροβουλία
υστεροβουλία
Greek
Noun
υστεροβουλία • (ysterovoulía) f (plural υστεροβουλίες)
- ulterior motive (alternative reason for doing something, especially when concealed)
- Η καλοσύνη του και η καλή διάθεση έκρυβαν υστεροβουλία. ― I kalosýni tou kai i kalí diáthesi ékryvan ysterovoulía. ― His kindness and good nature hid an ulterior motive.
Declension
declension of υστεροβουλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υστεροβουλία | υστεροβουλίες |
genitive | υστεροβουλίας | υστεροβουλιών |
accusative | υστεροβουλία | υστεροβουλίες |
vocative | υστεροβουλία | υστεροβουλίες |
Related terms
- υστερόβουλος (ysteróvoulos, “insincere, scheming, designing”)