Definify.com
Definition 2024
υπόδημα
υπόδημα
See also: ὑπόδημα
Greek
Noun
υπόδημα • (ypódima) n (plural υποδήματα)
Declension
declension of υπόδημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόδημα | υποδήματα |
genitive | υποδήματος | υποδημάτων |
accusative | υπόδημα | υποδήματα |
vocative | υπόδημα | υποδήματα |
Synonyms
- παπούτσι n (papoútsi, “shoe”)
See also
- πέταλο n (pétalo, “horseshoe”)